- περσύας
- περσύᾱς , περσύαςlast year's winemasc acc plπερσύᾱς , περσύαςlast year's winemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περσύας — ὁ, Α (ενν. οἶνος) περυσινό κρασί («περσύας ὁ περισυνὸς οἶνος, οἶον περισύας τις ὤν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρσυ + κατάλ. ας] … Dictionary of Greek